- κουράρισμα
- το лечение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κουράρισμα — το [κουράρω] ιατρική ή νοσοκομειακή επιτήρηση και περίθαλψη ασθενούς, θεραπεία … Dictionary of Greek
κουράρισμα — το, ατος θεραπεία, ιατρική περίθαλψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)